Το Grumman FF "Fifi" (η κατασκευάστρια εσωτερικά το ονόμαζε G-5) ήταν μονοκινητήριο διπλάνομαχητικό της δεκαετίας του 1930 το οποίο επιχειρούσε από τα αεροπλανοφόρα του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ,[2] Ήταν τα πρώτα στην ιστορία αεροσκάφη αεροπλανοφόρων με ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης.[3] Αριθμός Grumman FF παρήχθη κατόπιν αδείας στον Καναδά (εγχώρια ο τύπος ονομάζονταν Goblin) ενώ αρκετά εξήχθησαν στην Ισπανία, όπου έλαβαν μέρος σε επιχειρήσεις κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (σε ισπανική υπηρεσία ονομάζονταν Delfin (δελφίνια)).
Το FF-1 ήταν το πρώτο αεροσκάφος που σχεδίασε εξ ολοκλήρου η Grumman για το Ναυτικό. Αρχικά είχε ζητηθεί η ενσωμάτωση του ανασυρόμενου συστήματος προσγείωσης του αναγνωριστικού O2U-1 στα υπάρχοντα μαχητικά Boeing F4B, όμως αντί αυτού η Grumman πρότεινε την ανάπτυξη ενός εντελώς νέου αεροσκάφους.[4] Το πρωτότυπο XFF-1 πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση στις 29 Δεκεμβρίου 1931.[2][5][6] Επρόκειτο για ένα διπλάνο ολομεταλλικής κατασκευής, με πτέρυγες που είχαν στο μεγαλύτερο μέρος τους υφασμάτινη επικάλυψη. Αρχικά προωθούνταν από αστεροειδή κινητήρα Wright R-1820-E Cyclone των 616hp, όμως αυτός αντικαταστάθηκε αργότερα από τον ισχυρότερο Wright R-1820-F Cyclone των 750hp χάρη στον οποίο έφθασε την ταχύτητα των 323km/h.[6]
Στις 19 Δεκεμβρίου 1932 δόθηκε παραγγελία για την κατασκευή 27 διθέσιων FF-1 (G-5). Εν τω μεταξύ είχε ολοκληρωθεί και το δεύτερο πρωτότυπο, το οποίο ήταν αναγνωριστικό (αγγλ. scout και ονομάζονταν XSF-1 (G-6). Παρήχθησαν 33 αεροσκάφη αυτής της έκδοσης, που διέφεραν από τα μαχητικά κυρίως ως προς τον εσωτερικό εξοπλισμό και τον κινητήρα (R-1820-84 Cyclone αντί του R-1820-78).[6] Επίσης ολοκληρώθηκε ένα πρωτότυπο (το XSF-2) με κινητήρα Pratt & Whitney R-1830 Wasp αντί για τον Cyclone.[2]
Τον Ιούνιο του 1933 παρέλαβε τον τύπο πρώτη επιχειρησιακή μονάδα, η VF-5B επί του αεροπλανοφόρου USS Lexington.[5] Τα πληρώματα αποκαλούσαν συχνά τα FF-1 με το παρατσούκλι "Fifi".[6] Οι παραδόσεις των SF-1 ξεκίνησαν στις 30 Μαρτίου 1934, επίσης σε μονάδα επί του Lexington.[6] Στα τέλη του 1936 το Ναυτικό απέσυρε τα FF-1 και SF-1 από τις μονάδες πρώτης γραμμής και τα διέθεσε σε εφεδρικούς σχηματισμούς, όπου και παρέμειναν σε χρήση μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Αργότερα αρκετά αεροσκάφη μετατράπηκαν σε εκπαιδευτικά (FF-2).[7]
Η Canadian Car & Foundry Co ολοκλήρωση κατόπιν αδείας 52 αεροσκάφη. Άλλα 32 εξήχθησαν στην Ισπανία και χρησιμοποιήθηκαν από την αεροπορία των Δημοκρατικών στον εμφύλιο.[3] Αποδείχθηκαν κατώτερα σε επιδόσεις συγκριτικά με τα μαχητικά των αντιπάλων και υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Βασιλική Καναδική Αεροπορία ενέταξε στην δύναμή της 15 αεροσκάφη προερχόμενα από την Canadian Car & Foundry Co.[8]
Από ένα αεροσκάφος για αξιολόγηση παρέλαβαν επίσης η Ιαπωνία, το Μεξικό και η Νικαράγουα. Το τελευταίο ανακτήθηκε το 1961 και μετά την ολοκλήρωση της αποκατάστασής του εκτίθεται σήμερα στο Εθνικό Μουσείο Ναυτικής Αεροπορίας (National Museum of Naval Aviation) της Πενσακόλα στην Φλόριντα.